πρήσις

πρήσις
(I)
ἡ, Α
ιων. τ. βλ. πρᾱσις.
————————
(II)
-ιος, ἡ, Α
1. πρήξιμο, φούσκωμα
2. εξόγκωση («πρῆσις τραχήλου [ὑπὸ τῆς γυμναστικῆς]», Αρετ.)
3. φλεγμονή, φλόγωση («πρῆσις ὀφθαλμῶν», Αρετ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πρη- τού πίμ-πρη-μι* «πυρπολώ, φουσκώνω» + κατάλ. -σις (πρβλ. γένε-σις)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πρῆσις — πρᾶσις sale fem nom sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κενόπρησις — κενόπρησις, ἡ (Α) ασθένεια τών αλόγων που σύμπτωμά της είναι το πρήξιμο τών λαγόνων («ὅταν ὁ ἵππος ἦ κατακρατούμένος ὑπὸ ξηρᾱς τροφῆς, ἥτις αὐτὸν καταβλάπτει καὶ δύσπνοιαν ποιεῑ καὶ πίμπρησι τὰς λαγόνας», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) * + πρῆσις …   Dictionary of Greek

  • πράσις — εως, και ιων. τ. πρῆσις, ιος, ΝΑ φρ. «πρᾱσις ἐπὶ λύσει» (αττ. δίκ.) τύπος εμπράγματης ασφάλειας παρεχόμενης κατά τη σύναψη δανείου από τον οφειλέτη προς τον πιστωτή, κατά τον οποίο ο δανειστής γινόταν αμέσως κύριος ενός περιουσιακού στοιχείου… …   Dictionary of Greek

  • σφυροπρησιπύρα — ἡ, Α (για την ποδάγρα) αυτή που καίει τα σφυρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφυρόν + πρησιπύρα (τ. σχηματισμένος κατά τα συνθ. τού τύπου τερψίμβροτος) < πρῆσις (< πίμπρημι «καίω») + πῦρ, πυρός] …   Dictionary of Greek

  • ՈՒՌՈՒՑՈՒՄՆ — (ցման.) NBH 2 0555 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 8c գ. πρῆσις inflatio ὅγκος tumor, fastus. Ուռնուլն. այտնուլն. եւ Փքացումն. խանչումն. *Ի տալ տեառն զորովայն քո յուռուցումն. Թուոց. ՟Ե. 21: *Տիկ գործեալ (զմորթն) ուռուցմամբ. Խոր. ՟Գ.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”